- ωκυτοκον
- ὠκυτόκονὠκῠτόκοντό ускоренные или легкие роды Her.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ωκυτόκος — ο / ὠκυτόκος, ον, ΝΑ (λόγιος τ.) αυτός που γεννά εύκολα αρχ. 1. (ως προσωνυμία τής Αρτέμιδος) αυτός που διευκολύνει τον τοκετό 2. (για ποταμό) αυτός που καθιστά τις γύρω περιοχές εύφορες, γόνιμες 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὠκυτόκον ο εύκολος, γρήγορος … Dictionary of Greek